31 Μαΐου 2010

Δώστε brand name, στα ελληνικά αγροτικά προϊόντα

Από την ιστοσελίδα reporter.gr, δανειζόμαστε το άρθρο του Πάνου Τζαγκαράκη, σχετικά με την έλλειψη επώνυμων ελληνικών αγροτικών προιόντων.
Εξαιρετικά αφιερωμένο στους Προέδρους όλων των Ενώσεων Συνεταιρισμών της Κορινθίας, καθώς και στους πολιτικούς και αυτοδιοικητικούς φωστήρες μας. Το θέμα το έχουμε αναφέρει πολλάκις στο παρελθόν και εννοείται ότι συνυπογράφουμε όλο το άρθρο :


Δώστε brand name, στα ελληνικά αγροτικά προϊόντα

Πάντα με προκαλούσε η ιδέα πως μπορεί κανείς να μετατρέψει σε brand, ένα βασικό συστατικό φαγητού ή οποιοδήποτε άλλο αγροτικό προϊόν. Αλλά και πως έχουν καταφέρει ορισμένα, να αναδειχτούν σε premium brands. Για παράδειγμα, έχετε σκεφτεί, γιατί πληρώνουμε περισσότερα για μια μπανάνα, που έχει ένα sticker κολλημένο με το brand name Chiquita? Διότι, το brand name, είναι συνυφασμένο με την γνησιότητα και τα ιδιαίτερα, ποιοτικά χαρακτηριστικά που εμπεριέχονται σε αυτό, δηλαδή την νοστιμιά και την ξεχωριστή του γεύση, που του προσθέτουν αξία και το κάνουν ελκυστικό στους καταναλωτές παγκοσμίως.

Με άλλα λόγια, δίνοντας brand name σε κάποιο συστατικό, αλλά και αγροτικό προϊόν, από μια γνωστή για την νοστιμιά και ποιότητα του περιοχή, επιτυγχάνουμε δυο πράγματα, πρώτον, αυξάνουμε την ελκυστικότητα του προς τους καταναλωτές και δεύτερον, του προσθέτουμε αξία, αφού αναφέρουμε τον τόπο προέλευσης του.
Αλλά η περίπτωση της Chiquita, αποτελεί case study και για τα δικά μας αγροτικά προϊόντα, όπως τις  ντομάτες, τα πορτοκάλια, τα μήλα, τα πεπόνια, τα καρπούζια, οι πατάτες κλπ. τα οποία θα μπορούσαν να αποκτήσουν διακριτή ταυτότητα, αντί οι παραγωγοί τους, να τα πωλούν σε μεσάζοντες και αυτοί με τη σειρά τους στις βιομηχανίες, ή χύμα στα σουπερμάρκετ.

Αντί αυτού θα μπορούσαν να είχαν δημιουργήσει μικρές βιοτεχνίες ή και συνεταιρισμούς τυποποίησής τους. Τότε, ενδεχομένως να συνέβαιναν δύο πράγματα: πρώτον, δεν θα ήταν έρμαια των μεσαζόντων και των βιομηχανιών (γεγονός για το οποίο παραπονιούνται οι ίδιοι) και να πωλούν κατευθείαν στις επιχειρήσεις λιανικών πωλήσεων, δηλαδή στα σουπερμάρκετ κλπ. και δεύτερον θα μπορούσαν να ενισχύσουν πέραν της εσωτερικής τους δραστηριότητας και την εξαγωγική τους. Και ακόμα, δεν θα παρατηρούσαμε, οι ντομάτες της Κρήτης και όχι μόνο, να πωλούνται ακριβότερα στην Ελλάδα, από ότι στην Γερμανία.

Είναι αδύνατο να χωρέσει στο μυαλό, κάθε λογικού ανθρώπου, ότι σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, οι άνθρωποι που παράγουν προϊόντα αξεπέραστης νοστιμιάς, και συχνά μοναδικής ποιότητας, τρέχουν στην εκάστοτε κυβέρνηση για να ζητήσουν οικονομικές επιδοτήσεις, τη στιγμή που θα μπορούσαν από μόνοι τους να γιγαντώσουν τη δική τους «βιομηχανία».

Φανταστείτε, λοιπόν, αν αντί για χύμα πεπόνια, για παράδειγμα αγοράζατε από κάποιο σουπερμάρκετ συσκευασμένα, με κάποιο brand name και την περιοχή προέλευσης, π.χ. Κέρκυρα. Το γεγονός, ότι τα κερκυραίικα πεπόνια είναι γνωστά για το μικρό τους μέγεθος και τη γλυκύτητα τους, από μόνο του προσθέτει μεγαλύτερη αξία στο προϊόν. Ή αν για χύμα πατάτες από το Νευροκόπι, τις αγοράζατε συσκευασμένες και με συγκεκριμένο brand name. Πέραν του γεγονότος ότι τα τυποποιημένα - συσκευασμένα προϊόντα έχουν εξασφαλισμένη ποιότητα, αλλά και πιστοποίηση ελέγχου της παραγωγής τους. Προϋποθέσεις, που είναι ζωτικής σημασίας για τους καταναλωτές.

Παρακολουθώντας μια εκπομπή στην τηλεόραση, είδα σε κάποιο χωριό της Βορείου Ελλάδας, γυναίκες/αγρότισσες, οι οποίες δημιούργησαν ξεχωριστά brands. Κεφαλαιοποιώντας στις παραδοσιακές, τοπικές συνταγές των γιαγιάδων τους, έστησαν  μια μονάδα τυποποίησης και συσκευασίας παραδοσιακών συνταγών, με διάφορα τοπικά φρούτα, σε μαρμέλαδες, κομπόστες και άπειρες άλλες λιχουδιές, τις οποίες πωλούν όχι μόνο στους κατοίκους της περιοχής, αλλά εξάγουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης, και διαθέτουν στην ευρύτερη ελληνική αγορά. Το ίδιο και κάποιο ζευγάρι, που δημιούργησε μια βιοτεχνική μονάδα παραγωγής και συσκευασίας ενός ιδιαίτερου τύπου τυριού, για το οποίο και αυτοί, ανέπτυξαν δίκτυο πωλήσεων των προϊόντων τους στο εξωτερικό και στην εσωτερική αγορά.

Τα παραδείγματα αυτά είναι ενθαρρυντικά αλλά λίγα. Και καταδεικνύουν, ότι κάποιοι αγρότες - παραγωγοί καλόμαθαν στις επιδοτήσεις των «χοντρών» ευρωπαϊκών πακέτων των προηγουμένων χρόνων. Έτσι αντί να ξεφύγουν από τους μεσάζοντες και να επενδύσουν σε παραγωγικές μονάδες τυποποίησης των προϊόντων τους – κάτι που προϋποθέτει όμως σκληρή δουλειά (περισσότερη από αυτή που ήδη κάνουν), γνώση, τρέξιμο, οργάνωση, προτίμησαν την άνεση της πώλησης σε αυτούς που τελικά καρπώνονται το κέρδος τους, μεγιστοποιώντας το αργότερα όταν τα μεταπωλούν στις βιομηχανίες.

Έτσι, τελικά είναι και αυτοί υπεύθυνοι για τις υψηλές τιμές των προϊόντων στη λιανική, αφού από τον πρωτογενή τομέα μέχρι να φτάσουν στον τελικό καταναλωτή έχουν μεσολαβήσει άλλοι παράγοντες που διογκώνουν την τελική τους τιμή. Και φτάσαμε σήμερα, η μεγαλύτερη ποσότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων να καταλήγει στις χωματερές, και οι ανυποψίαστοι έλληνες καταναλωτές να αγοράζουν σε υψηλές τιμές – βαπτισμένα ως «ελληνικά» – προϊόντα από χώρες με ελλιπή συστήματα υγιεινής και ποιοτικών ελέγχων παραγωγής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: